- φορώ
- (I)φορῶ, -έω, ΝΜΑ, και ασυναίρ. τ. φοράω Νβάζω επάνω μου ένδυμα, κόσμημα, όπλο ή άλλο αντικείμενο, ντύνομαι, φέρω (α. «φορούν νεραϊδογνέματα και πολυτρίχια», Γρυπ.β. «το γελεκάκι που φορείς...», λαϊκ. τραγούδιγ. «φοράει χρυσά δόντια» δ. «φοράει το σπαθί του» ε. «θώρηξ χάλκεος, ὅν φορέεσκε», Ομ. Ιλ.στ. «ἐσθήματα φοροῦντα ἐκείνῳ ταὐτά», Σοφ.)νεοελλ.1. ντύνω κάποιον με κάτι (α. «τού φόρεσα τα παπούτσια του» β. «τής φόρεσαν τα νυφικά της»)2. (η μτχ. παθ. παρακμ.) φορεμένος, -η, -ο(για ενδύματα) μεταχειρισμένος3. φρ. α) «τού τήν φόρεσα» — τόν εξαπάτησα ή τόν εκδικήθηκα με δόλιο τρόποβ) «φοριέται πολύ»i) είναι πολύ τής μόδαςii) συνηθίζεται4. παροιμ. «ό,τι έχει τό φορεί και κλέφτη δε φοβάται» — λέγεται για κάποιον που είναι τόσο φτωχός ώστε δεν έχει τίποτε να τού πάρουνμσν.-αρχ.υφίσταμαι, υποφέρωαρχ.1. φέρνω, μεταφέρω («ἵπποι οἳ φορέεσκον ἀμύμονα Πηλείωνα», Ομ. Ιλ.)2. (σχετικά με ψυχικά γνωρίσματα) έχω κάτι ή είμαι κάτι («μή νυν ἕν ἦθος μοῦνον ἐν σαυτῷ φόρει», Σοφ.)3. περιφέρω εδώ κι εκεί, παρασύρω (α. «ἄχνας ἄνεμος φορέει», Ομ. Ιλ.β. «ὅπως μὴ διαχεόμενον, ὥσπερ ἡ γῆ, φοροῑτο», Θουκ.)4. μέσ. φοροῡμαι, -έομαιμεταφέρω συχνά («αὐτὴ δὲ πηγὰς ποταμίους φορουμένη», Ευρ.)5. φρ. α) «ἀγγελίας φορῶ» — είμαι αγγελιαφόρος (Ηρόδ.)β) «ἐν γαστρὶ ἐφόρει» — ήταν έγκυος επιγρ..[ΕΤΥΜΟΛ. Επιτ. - επαναληπτικός τ. σχηματισμένος από την ετεροιωμένη βαθμίδα φορ- τής ρίζας τού φέρω* (πρβλ. σέβομαι: σοβῶ) ή μετονοματικό παρ. τού φόρος (πρβλ. σκέπτομαι: σκοπός: σκοπῶ). Ο νεοελλ. τ. φοράω έχει σχηματιστεί κατά τα νεοασυναίρετα ρ. σε -άω (πρβλ. αγαπώ: αγαπάω)].————————(II)-άω, Ατ. αντί τού φωρῶ*.
Dictionary of Greek. 2013.